ἐθελοντηδόν

ἐθελοντηδόν
ἐθελοντ-ηδόν, Adv.
A voluntarily, spontaneously, Th.8.98, D.C.53.8; f.l. for sq., Plb.6.31.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εθελοντηδόν — ἐθελοντηδόν (Α) εκούσια, αυτοπροαίρετα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εθελοντής + ηδόν (πρβλ. αγεληδόν, εθνηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • ἐθελοντηδόν — voluntarily indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”